- πράσο
- το / πράσον, ΝΑβοτ. κοινή σήμερα ονομασία τού, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, διετούς ποώδους φυτού Αllium porrum, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τού οποίου ο χυμός είναι διουρητικός ενώ το μαλακτικό σιρόπι του είναι αντιβηχικό φάρμακονεοελλ.φρ. «τόν έπιασαν στα πράσα» — τόν έπιασαν επ' αυτοφόρω τη στιγμή που έκανε κάτι (συνήθως κακό)αρχ.1. βοτ. θαλάσσιο φυτό που απαντά στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό2. παροιμ. φρ. «φύλλῳ πράσου τὸ τῶν ἐρώντων συνδέεται βαλάντιον» — το βαλάντιο, η τσέπη, τών ερωτιάρηδων συνδέεται με ένα πρασόφυλλο (Κωμ. Αδέσπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρόκειται για δάνειο μεσογειακής προέλευσης, παράλληλο με το λατ. porrum «πράσο». Η αναγωγή τού ελλ. πράσον και τού λατ. porrum σε ΙΕ τ. *prsom προσκρούει σε μορφολογικά προβλήματα, όπως είναι η διατήρηση τού ενδοφωνηεντικού -σ- (πρβλ. δασύς και λατ. densus)].
Dictionary of Greek. 2013.